οίμα

οίμα
οἶμα, οἴματος, τὸ (Α)
βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη παραγωγή τού ρήματος αυτού από το θ. τής ονομ. τού οἶμα και όχι από το θ. τής γεν. οἰματ- οδήγησε στην υπόθεση ότι το ρ. οἰμάω έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. *οἶ[σ]μος (ή *οἴμη). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. aēšma- «οργή, θυμός» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. isyati, isnāti και αβεστ. išyeiti «κινούμαι, σπρώχνω» (πρβλ. ιαίνω, ιερός). Ο τ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. ira «οργή, θυμός» (πιθ. < *eisā), πρβλ. επίσης οἶστρος και ὀϊστός. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. οἶμα και το ρ. οἰμάω συνδέονται με τη λ. οἶμος* «δρόμος, οδός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οἶμα — spring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴμας — οἴμᾱς , οἴμη way of song fem acc pl οἴμᾱς , οἴμη way of song fem gen sg (doric aeolic) οἴμᾱς , οἰμάω swoop imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴμας — Οἴμᾱς , Οἴμη way of song fem acc pl Οἴμᾱς , Οἴμη way of song fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴμ' — Οἴμᾱͅ , Οἴμη way of song fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴμ' — οἴμᾱͅ , οἴμη way of song fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴμαι — Οἴμᾱͅ , Οἴμη way of song fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴμαι — οἴμᾱͅ , οἴμη way of song fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴματ' — οἴ̱ματα , οἶμα spring neut nom/voc/acc pl οἴ̱ματι , οἶμα spring neut dat sg οἴ̱ματε , οἶμα spring neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμ' — οἶμαι , οἴμη way of song fem nom/voc pl οἶμαι , οἴομαι forebode pres ind mp 1st sg οἶμα , οἶμα spring neut nom/voc/acc sg οἶμε , οἶμος way masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • еду — ехать, укр. ïду, ïхати, болг. яхам, сербохорв. jа̏хати, словен. jâham, jâhati, чеш. jedu, jeti, польск. jadę, jechac, в. луж. jědu, jěc, н. луж. jědu, jěs. Родственно лит. joju, joti ехать , лтш. jâju, jât ехать (верхом, на лошади) ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”